- παραλαβών
- παραλαμβάνωreceive fromaor part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NUMA Pompilius — ex Curibus Sabinorum urbe ortus, fil. Pomponii, secundus Rex Romanorum iustitia et pietate insignis, qui pacatis finitimorum odiis, quo truces efferatosque longâ militiâ animos ad pacis artes traduceret, ad Deorum cultum, animum adiecit,… … Hofmann J. Lexicon universale
παλλακεύω — (Α) [παλλακή] 1. (ενεργ. και μέσ.) α) είμαι παλλακίδα για λόγους ιεροτελεστικούς β) είμαι παλλακίδα κάποιου 2. μέσ. (για άνδρες) έχω μία γυναίκα ως παλλακίδα («Φρονίμην παραλαβών... ἐπαλλακεύετο», Ηρόδ.) 3. παθ. (για γυναίκα) συμβιώνω με κάποιον… … Dictionary of Greek
πονώ — πονῶ, έω, ΝΜΑ, πονάω Ν [πόνος] 1. αισθάνομαι σωματικό άλγος, έχω πόνους («μού πονάει το στομάχι») 2. θλίβομαι, λυπάμαι, υποφέρω ψυχικά («πόσον δοκεῖς πονοῡσιν, Ἔρως, ὅσους σὺ βάλλεις», Ανακρεόντ.) 3. προξενώ θλίψη, κάνω κάποιον να λυπηθεί («μέ… … Dictionary of Greek